- ψυχρόαιμος
- η , ο [ος , ον ] см. ψύχραιμος 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχρόαιμος — η, ο, Ν 1. (για ζώο) αυτός που έχει ψυχρό αίμα 2. φρ. «ψυχρόαιμα ζώα» ζωολ. τα ποικιλόθερμα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό αιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη] … Dictionary of Greek
ψυχρόαιμος — η, ο ψύχραιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύχραιμος — η, ο, Ν 1. (για ζώο) ψυχρόαιμος 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που αντιμετωπίζει με ηρεμία και αυτοκυριαρχία διάφορες απρόοπτες και ιδίως δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν χάνει τον έλεγχό του εύκολα. επίρρ... ψύχραιμα Ν με ψυχραιμία («αντιμετώπισε… … Dictionary of Greek